καταστολη

καταστολη
    καταστολή
    κατα-στολή
    ἥ
    1) сдерживание, унимание (sc. τῆς ταραχῆς Diod.)
    2) сдержанность, скромность
    

κ. τῆς περιβολῆς Plut. — скромность в одежде

    3) одеяние, одежда
    

(ἐν καταστολῇ κοσμίῳ NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καταστολη" в других словарях:

  • καταστολῇ — καταστολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστολή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστολή — η (AM καταστολή) [καταστέλλω] 1. περιορισμός, περιστολή, αναστολή, συγκράτηση, συμμάζεμα 2. μτφ. κατάπνιξη, κατάπαυση, κατασίγαση, καθυπόταξη, καταπράυνση (α. «καταστολή τών παθών» β. «καταστολή τού κινήματος») μσν. ο ενταφιασμός αρχ. 1. περιβολή …   Dictionary of Greek

  • καταστολή — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταστέλλω, συγκράτηση, κατάπνιξη: Η καταστολή της επανάστασης στη Μακεδονία δεν ήταν δύσκολο έργο για τους Τούρκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταστολαῖς — καταστολή equipment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστολαί — καταστολή equipment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστολῆς — καταστολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστολήν — καταστολή equipment fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»